γεφυρικός

γεφυρικός
η , ό[ν] мостовой, относящийся к мосту

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γεφυρικός" в других словарях:

  • γεφυρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γέφυρα 2. φρ. «γεφυρική ταινία» μία από τις πρόσθιες νευρικές δεσμίδες τής γέφυρας τού εγκεφάλου …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»